Sunday, September 21, 2008
στις
5:59 AM
|
Ύστερα από την δημοσίευση που έκανα εδώ , στο land and autonomy και στο diy open blog για το autostop , ένας φίλος ο Ναπολέων ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα μου για συλλογή ιστοριών. Τον ευχαριστώ Θερμά και τον διαβεβαιώνω οτι οι ιστορίες του θα δημοσιευτούν στο fanzine - booklet που ετοιμάζω.
Η ΖΑΛΙΣΜΕΝΗ
Κάποιες φορές, ταξειδεύοντας, σταματούσα μόνος μου και έπαιρνα πεζοπόρους.
Όπως μιά φορά που “φόρτωσα” 7 {εφτά!} Μετσοβίτισες από την “Κατάρα” μέχρι την Κουτσούφλιανη (τώρα την λένε Παναγιά…). Περπατούσαν ΞΥΠΟΛΗΤΕΣ {τα παπούτσια στον ντορβά για να μην χαλάσουν…} κι εγώ είχα ένα μεγάλο Σιτροέν. Ήταν 21 Νοεμβρίου του 1977, της Παναγίας, πήγαιναν να προσκυνήσουν… Μέτσοβο-Κουτσούφλιανη με τα πόδια…
Είχε πλάκα όταν μία ζαλίστηκε από τις στροφές και της ήρθε εμετός. Οι άλλες άρχισαν να την μαλώνουν, της έλεγαν να σκάσει, να κρατήσει κλειστό το στόμα, να μην λερώσει το αυτοκίνητο… Όλα αυτά στα ρουμανοβλάχικα. Δεύτερη (ή πρώτη…) γλώσσα για τους Μετσοβίτες. Ευτυχώς με βόηθησαν τα …λατινικά μου. Κατάλαβα και σταμάτησα για να ξαλαφρώσει η γυναίκα. Αυτές ντρέπονταν να μού το ζητήσουν.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ; ΔΗΛΑΔΗ;;;
Δεν θα ξεχάσω ακόμα, κάποτε το 1971 πρέπει νά ‘τανε, που πήρα έναν άγγλο φοιτητή από Γιάννενα για Αθήνα και μού μιλούσε στο δρόμο για μιά νέα επιστήμη, την Ecology. Λέξη που εγώ δεν ήξερα τότε. Και πάλευα να βρώ αυτά που μού έλεγε τί σχέση είχαν με την …ηχώ. Γιατί αρχικά νόμισα ότι η λέξη που έλεγε γράφονταν ως …Echology.
Πέρασε καμμιά ώρα μέχρι να καταλάβω ότι με τον “οίκο” είχε να κάνει η νέα Επιστήμη.
Φυσικά …οικολογοποιήθηκα από τότε.
Η ΒΡΟΧΗ
Το πιό …ηρωϊκό μου αυτοστόπ ήταν κάποτε, που απο το “Κατάφουρκο”, στο Μακρυνόρος, ανάμεσα από Άρτα-Αμφιλοχία, πήρα, μαζεμένα 10 {δέκα} παιδιά του Δημοτικού που πήγαιναν λίγο πιό κάτω, στο “Ανοιξιάτικο” κάπου 3 χιλιόμετρα, με τα πόδια στο Σχολείο τους.
Είχε αρχίσει να βρέχει όμως… Σ’ ένα παλιό μερσεντές, που είχα τότε, κατάφερα και τα χώρεσα όλα: 8 πίσω και 2 μπροστά. Είχε την πλάκα του. Αναρωτιόμουν τί θα μού έλεγε η Τροχαία, αν την είχε στήσει πιό κάτω. Στο τέταρτο περίπου που κράτησε η διαδρομή πήραμε πάντως κι ένα, σχολικό, τραγούδι….
Φυσικά πήγαινα πολύ αργά, κάπου στα 30. Έφτασαν όμως πολύ νωρίτερα από ότι με τα πόδια. Και στεγνά.
ΤΟ «ΓΡΑΨΙΜΟ»
Και μιά που μιλήσαμε για Τροχαία, θυμήθηκα ένα άλλο, που έχει σχέση και με την νοοτροπία του λεγόμενου «μέσου» έλληνα.
{Μιά παρένθεση πρώτα: Τη ζώνη τη φοράω από το 1972, τότε που δεν ήταν υποχρεωτικές και τα αυτοκίνητα πουλιώνταν χωρίς ζώνες, τις πλήρωνες ως «option», αν τις ήθελες. Ένας άγγλος φίλος με είχε πείσει για τον «κανόνα» του: ΚΛΕΙΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ΒΑΖΕΙΣ ΤΗ ΖΩΝΗ. Γύρισα στη Ελλάδα, παράγγειλα ζώνες και την φοράω πάντοτε όταν οδηγώ, ακόμα και «μέχρι τη γωνία»… Έφτιαξα και το δικό μου «μότο» για τους επιβάτες που τυχόν δυσφορούν: Όποιος δεν φοράει ζώνη σε ΑΥΤΟ το αυτοκίνητο, κατεβαίνει…}
Πρίν από λίγα χρόνια, που ήταν πιά υποχρεωτικές οι ζώνες, ταξίδευα μιά μέρα προς το χωριό μου. Όταν είχα αφήσει την Εθνική και μπήκα στον κοινοτικό δρόμο πήρα ένα τσοπάνο, που πήγαινε καμμιά δεκαριά χιλιόμετρα παρακάτω. Του είπα να φορέσει τη ζώνη. Ξέρετε τί μού παρατήρησε ο τσοπάνος, μη ξέροντας ότι είμαι ντόπιος;;;
-Δεν γράφουν εδώ… Δεν έρχεται η Τροχαία σ’ αυτό το δρόμο…
Του τά ‘ψαλλα καλά βέβαια… Ελπίζω να τον έπεισα ότι τη ζώνη την φοράμε για μάς, όχι για την Τροχαία… Και ότι ένα σωρό άλλα πράμματα πρέπει να κάνουμε για μάς κι όχι για την Αστυνομία.
ΟΜΦΑΛΟΣΚΟΠΗΣΗ
Να διηγηθώ τώρα το πιό δυσάρεστο αυτοστόπ που μού έχει τύχει. Από τα Γιάννενα προς Καλαμπάκα πήρα μιά φορά δυό κυρίες εκδρομείς, με σακκίδια, ελληνίδες, 30-40 χρονών.
Πρώτη τους αγένεια ήταν ότι κάθησαν κι οι δυό στο πίσω κάθισμα, λές και μέ είχαν μισθώσει ως ταξί… Δεν τους είπα τίποτε, μην το παρεξηγήσουν.
Δεύτερη αγένεια: Δεν μού απεύθυναν καθόλου το λόγο, δυό ώρες ταξείδι. Αλλά δεν σταμάτησαν καθόλου να κουβεντιάζουν μεταξύ τους διάφορα προσωπικά. Λές και ταξείδευαν με …αυτόματο πιλότο.
Τρίτη και χειρότερη: Όταν κατέβηκαν σ’ ένα κάμπινγκ της Καλαμπάκας, …ξέχασαν να μού πουν έστω κι ένα απλό ευχαριστώ. Και ακούγονταν σπουδαγμένες, καλλιεργημένες. Λυπήθηκα πολύ.
Συμπέρασμα: Κακό, πολύ κακό πράμμα η ομφαλοσκόπηση…
…ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
Ακόμα ένα δυσάρεστο. Από Βέρροια πρός Κοζάνη μου σήκωσε το χέρι μια άλλη κυρία, σαραντάρα+, λεπτή, απλά ντυμένη, κρατούσε μόνο την τσάντα της. Την πήρα κι όταν τη ρώτησα πού πάει, μού είπε αόριστα: Πιό κάτω. Μετά από κάνα τέταρτο κι αφού είπαμε κάτι λίγα κοινότυπα, βλέποντας ότι δεν έκανα καμμιά …συνήθη κίνηση προς τα μπούτια της, μού ξηγήθηκε στα ίσα: Της δουλειάς είμαι, ξέρεις.
Ξαφνιάστηκα, δεν μού είχε ξανατύχει τέτοιο αυτοστοπ, ούτε είχα ακούσει ότι γίνεται και στην Ελλάδα στις Εθνικές.
Έκανα το χαζό: Κι εγώ της δουλειάς άνθρωπος είμαι, της είπα, εσύ τί δουλειά κάνεις;
Δεν δίστασε: Απ’ το στόμα…. έχω προφυλακτικά {τα έβγαλε από την τσάντα, θυμάμαι, και μού τά ‘δειξε…} δυό χιλιάδες (δραχμές τότε), σταμάτα σ’ ένα πάρκινγκ.
Δεν τσίμπησα. Ήθελα όμως ν’ ακούσω την ιστορία της.
Άκου, της λέω, δεν έχω τέτοια διάθεση. Θα μού κάνεις παρέα ώς την Κοζάνη και θα σού δώσω πέντε χιλιάδες, νά ‘χεις αρκετά να γυρίσεις με το λεωφορείο. Δέχτηκε.
Η ιστορία της; Περίπου «κλασσική»… Την ξεπαρθένεψε ένας φαντάρος, αρραβωνιαστικός της, την πήρε στη Θεσσαλονίκη, ανεπάγγελτος, δεν έβρισκε δουλειά, την έβγαλε στο «κλαρί» προσωρινά… για να ζήσουν, μετά την εγκατάλειψε για άλλη, έπεσε σε άλλον «της δουλειάς», την έδερνε… Έφυγε και τώρα δούλευε στην Εθνική, μόνη της. Με φορτηγατζήδες κυρίως.
Φαίνεται πως εκείνη τη μέρα δεν περνούσαν πολλά φορτηγά… και ξέπεσε σε μένα…
ΖΟΥΜΕΡΟ ΑΥΤΟΣΤΟΠ
Αυτή η ιστορία ξεκινάει με αυτοστόπ αλλά δεν την παραθέτω γι’ αυτό. Ως σχετική πάλι με την νοοτροπία του λεγόμενου «μέσου» έλληνα την διηγούμαι.
Για τους νεώτερους θα θυμίσω ότι η πρώτη απεργία {λοκ-άουτ μάλλον} που έγινε, όταν πήρε την εξουσία το ΠΑΣΟΚ, ήταν των λεωφορειούχων. Φεβρουάριος ήταν νομίζω, του 1982. Τρείς μήνες κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.
Την μέρα εκείνη ταξείδευα Αθήνα–Γιάννενα. Στο Αντίρριο ένας μικρός χαμός. Εκατοντάδες άτομα έκαναν αυτοστόπ… Πήρα τέσσερις άντρες. Έναν για Μεσολόγγι, δυό για Αγρίνιο, έναν για Άρτα. Άνοιξα αμέσως τη συζήτηση.
- Πώς τα πήγαμε παιδιά; Βγήκε ότι ψηφίσατε; Και βλέπετε να τα πάει καλά;
Στο πίσω κάθισμα άρχισε ζωηρή κουβέντα: Ήταν δυό ΝΔ κι ένας ΠΑΣΟΚ. Καφφενειοκουβέντα… Δεν θυμάμαι τί έλεγαν αλλά φρόντιζα να διατηρώ τη ζωηράδα με μπηχτές, πότε για το ένα κόμμα, πότε για το άλλο. Είχε πλάκα.
Ο συνοδηγός μου, αρτινός, σιωπηλός. Δεν μετείχε. Μόνο χαμογελούσε πικρόχολα πότε-πότε. Απ’ το Αγρίνιο και μετά μείναμε μόνοι. Τον ρώτησα για την σιωπή του.
-Είμαι συνδικαλιστής, μού είπε, δεν συζητάω «καφενειακά»… Πρόεδρος των Δασκάλων Αχα’ί’ας, μέλος της Νομαρχιακής του ΠΑΣΟΚ. Κατάγομαι απ’ το Κομμένο Άρτας και πάω να τσακωθώ με τον ξάδερφό μου. ΠΑΣΟΚ κι αυτός, αγροτοσυνδικαλιστής, ετοιμάζει κινητοποιήσεις κατά των μέτρων Μωρα’ί’τη (υπουργού Γεωργίας τότε).
- Πώς έτσι;;;
- Ο Μωρα’ί’της ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΕ την τιμή της αποζημίωσης για παγωμένα πορτοκάλια αλλά επέβαλε να ΖΥΓΙΖΟΝΤΑΙ οι ποσότητες!
- Σωστό δεν είναι αυτό; Γιατί αντιδρούν; Και μάλιστα ΠΑΣΟΚοι…
- Μέχρι πέρσυ η αποζημίωση υπολογίζονταν «κατ’ εκτίμηση». Έβγαινε ένας γεωπόνος στους μπαξέδες και εκτιμούσε με το μάτι ότι σ’ αυτό το κτήμα τα παγωμένα πορτοκάλια (πάνω στα δέντρα ακόμα) είναι τόσο τοις εκατό… Άρα τα κιλά για αποζημίωση τόσα. Τού ‘βαζαν και κάτι στο τσεπάκι {θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτή του την φράση…} και το ποσοστό ανέβαινε… Ανέβαινε τόσο που τώρα, με ΔΙΠΛΑΣΙΑ τιμή αποζημίωσης αλλά ΖΥΓΙΣΜΑ, παγωμένων πορτοκαλιών μαζεμένων (που πάνε για χυμό, κομπόστες, γλυκά), δεν τους συμφέρει… Καταλαβαίνεις, κύριέ μου, το πρόβλημά μου; Πως μπορεί μετά ο ξάδερφος να μιλάει για ΑΛΛΑΓΗ… Γιαυτό πάω να τσακωθώ.
Δεν έμαθα ποτέ ποιός επικράτησε στον τσακωμό… Κινητοποιήσεις όμως έγιναν στα χωριά της Άρτας. Και νομίζω πως τα μέτρα Μωρα’ί’τη δεν εφαρμόστηκαν πλήρως ποτέ(*).
Όπως και πολλά άλλα που ήταν το «πρόγραμμα» του ΠΑΣΟΚ…
——–
(*) Μία σχεδόν πανομοιότυπη κατάσταση, το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, έζησα στην Έδεσσα με τα ροδάκινα για «απόσυρση». Άσχετη με αυτοστόπ αλλ’ εξίσου …γαργαλιστική και διδακτική.
ΤΑ ΔΗΜΑΡΧΕΙΑ
Την γαλλίδα Κλωντίν, τον «δικό της» και ένα ζευγάρι ακόμα τους πήρα κάποτε έξω από την Ηγουμενίτσα για Γιάννενα.
Μού έκανε εντύπωση το πόσες φορές, την ώρα που ταξειδεύαμε, με ευχαρίστησαν που τους πήρα. Τους ρώτησα το γιατί. Δεν τους είχα πάρει δά στην πλάτη… Μού εξήγησαν ότι, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σέ άλλες χώρες, δεν παίρνει κανείς πάνω από δύο, συνήθως έναν/μία μόνον, έστω κι αν έχουν χώρο. Οπότε το θεώρησαν μεγάλη χάρη που τους πήρα όλους.
Φυσιολογικά μού δημιουργήθηκε η απορία {αφού «κινητά» δεν υπήρχαν τότε}:
- Αφού, αναγκαστικά, ταξειδεύετε συνήθως χώρια και χωρίς να μπορείτε να προβλέψετε τι θα τύχει στον επόμενο της παρέας, πως τα καταφέρνετε να είστε μαζί;
- Συναντιόμαστε πάντοτε στο δημαρχείο της επόμενης πόλης. Όλες οι πόλεις έχουν δημαρχείο, παντού στον κόσμο…. Αν δεν βρεί κάποιος μας κάποιον να τον πάρει, σπάνια, τότε παίρνει το λεωφορείο. Έτσι δεν χάνουμε μέρες…
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΩΣ ΔΟΛΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΥΛΙ
Από Λάρισα για Αθήνα κάποτε, μιά ολλανδέζα έκανε σήμα.. Σταμάτησα. Πιό πίσω, κάτω από το στέγαστρο στάσης λεωφορείου, σχεδόν κρυμμένος, ο σύντροφός της με το μωρό τους, εντελώς μωρό, στην αγκαλιά του.
Έβαλε το σάκκο της μέσα, μετά πήρε το μωρό της και μπήκε κι αυτή. Ο άλλος έμεινε εκεί.
- Μαζί δεν είστε; Δεν θα έρθει;
- Έχουμε κι ένα σκυλί…. Θα πάρει κανένα φορτηγό ο άντρας μου, δεν μάς παίρνει άλλος… Ούτε το τραίνο, ούτε τα λεωφορεία λόγω του σκυλιού… Μόνο στην Ελλάδα βρήκαμε τέτοιες απαγορεύσεις.
Τότε πρόσεξα ένα μεγαλο Dane δεμένο στην κολώνα του στέγαστρου… Είχα ένα Fiat στέϊσον. Άδειασα το πορτ-μπαγκάζ και ταχτοποίησα τα πράμματά μου στο πίσω κάθισμα, έμεινε χώρος γι αυτήν και το μωρό. Ο …σκύλαρος πίσω κι ο άντρας συνοδηγός. Όλα καλά. Ηταν πολύ ταλαιπωρημένοι. Από Έβρο-Τουρκία ερχότανε. Μόνο που δεν μού φίλησαν τα χέρια… Μην σού πω ότι και το …«άλλο» να ζητούσα απ’ την κοπελλιά, μπορεί να το …παραχωρούσε. 350 χιλιόμετρα άνετο ταξείδι, για όλους τους μαζί, ήταν μεγάλο τίμημα…
Χαρά στο κουράγιο τους πάντως.
ΑΥΤΟΣΤΟΠ ΣΕ ΔΟΣΕΙΣ…
Ζευγάρι βρεττανών. Από το Ισραήλ ερχότανε. Είχαν ζήσει ένα μήνα σε κιμπούτζ για να δούν πως θα οργανώσουν το δικό τους κοινόβιο, στο Leintwardine, ένα χωριουδάκι της Ουαλλίας.
Τους βρήκα στον Πλαταμώνα, πηγαίνοντας προς Θεσσαλονίκη. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκαν εκεί. Προορισμός τους ήταν η Ηγουμενίτσα. Είχαν ελάχιστα χρήματα. Θα έκαναν κάνα μεροκάματο (φρουτοσυλλογή) στην Ιταλία ή/και τη Νότια Γαλλία για να καταφέρουν να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα.
Τους είπα ότι μπορώ να τους πάω μέσω …Θεσσαλονίκης και Γιαννίνων. Δεν είχαν αντίρρηση, δεν είχαν πρόβλημα χρόνου.
Στο δρόμο για Θεσσαλονίκη, όπου είχα δουλειά (αλλά και γραφείο-σπίτι, όπου τους φιλοξένησα) άκουσα στο ραδιόφωνο ότι η «Ελληνική Εταιρεία» [λέγε με Καρράς] θα έκανε την μεθεπόμενη μέρα εγκαίνια παρατηρητηρίων πουλιών στις Πρέσπες και μιά οικολογική γιορτούλα. Τους τό ‘πα. Δεν είχα πιεστικό πρόγραμμα δουλειάς, ήθελα να πάω. Ο Mac …λύθηκε, έλυωσε. Μού είπε ότι είναι bird-watcher και θά ‘θελε πολύ κι αυτός να πάει. Το ίδιο κι η κοπελλιά του.
Πήγαμε Θεσσαλονίκη, έκανα τη δουλειά μου την άλλη μέρα, αυτοί βόλταραν στην πόλη, και την επόμενη …εμπρός για τις Πρέσπες.
Περάσαμε χάρμα! Κοιμηθήκαμε έξω. Αυτοί στα sleeping bag, εγώ στο χορτάρι με μιά κουβέρτα. Πανσέληνος!
Μετά ξεκινήσαμε για Γιάννενα. Από μιά περίεργη διαδρομή, όπως το συνηθίζω, μέσω …Νεστόριου. Θαμπώθηκαν από τα τοπία. Εγώ είχα ξαναπεράσει αλλά πάντα μ’ αρέσει αυτή η διαδρομή.. Εσείς, αν δεν την έχετε κάνει, βάλτε τη στο πρόγραμμα… Φλώρινα-Πρέσπες-Νεστόριο-Κόνιτσα-Γιάννενα.
Στα Γιάννενα μείναμε δυό μέρες. Τους φιλοξένησα σπίτι μου. Το «κεντρικό» μου σπίτι. Έκανα κάποιες δουλειές και μετά τους πήγα στο φερρυμπότ στην Ηγουμενίτσα. Τους δάνεισα και λίγα χρήματα για να μην χρειαστεί να δουλέψουν στο δρόμο. Είχαμε γίνει φίλοι πιά, μετά από τόσο ταξείδι.
Με αποζημίωσαν μετά από ένα περίπου χρόνο, με μια βδομάδα διαμονή στο κοινόβιό τους. Δυό ζευγάρια, μιά τετραμελής και μιά πενταμελής οικογένεια, ένας εργένης. Είχε πουλήσει καθένας όλα του τα υπάρχοντα και το είχαν στήσει. Ένα κτήμα θαύμα, ώς και το ψωμί έκαναν μόνοι τους από δικό τους σιτάρι… Είχαν κόττες, πρόβατα, γελάδες, γουρούνια, κουνέλια, μελίσσια κι έναν φοβερό λαχανόκηπο. Μόνο λίγη ζάχαρη, καφέ, τσάϊ, μπύρα αγόραζαν. Δύσκολα θα ξεχάσω αυτήν την εβδομάδα.
Αργότερα, κάπως χάθηκε η επαφή μας. Ελπίζω να τα πήγαν καλά, καλλίτερα από τα κιμπούτζ… και νά ‘ναι όλοι καλά και τώρα, 30 χρόνια μετά.
ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΣΑΟΥΣΕΣΚΟΥ…
Το 1980 πρέπει νά ‘τανε. Να μην ψάχνω ημερολόγια-ενθύμια τώρα… Έπρεπε να προμηθευτούμε μια μεγάλη ποσότητα χαλυβδοσωλήνων για το αρδευτικό έργο που κατασκευάζαμε στον κάμπο της Έδεσσας. Βρήκα ένα εργοστάσιο στο ρουμάνικο Cluj και μιά ευκαιρία να συναντήσω μιά ψυχή που σπούδαζε εκεί. Στα βουνά του Κόμη Δράκουλα… Του αρχι-βαμπίρ, ξέρετε εσείς…
Έφτασα, αεροπορικά, το μεσημέρι στο Βουκουρέστι, νοίκασα αυτοκίνητο, ένα …πανάθλιο Dacia, πολύ καλλίτερο πάντως από όσα έβλεπα να κυκλοφορούν τριγύρω, και ξεκίνησα για το Cluj, μιά διαδρομή 7-8 ωρών. Την έκανα σε 12 ώρες τελικά…
Πρώτη μου φορά στη Ρουμανία, διάβασα με προσοχή το αγγλικό φυλλάδιο της Hertz, που ήταν στο αυτοκίνητο:
Πρώτο-πρώτο, μαύρα γράμματα: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να πάρετε ρουμάνους επιβάτες!
Είχα όμως τις πληροφορίες μου, το αγνόησα.
Ήταν Σάββατο, μέρα που τέλειωνε η βδομαδιάτικη δουλειά. Είχε πάει τέσσερις. Ώρα που τέλειωνε η καθημερινή δουλειά. Στις στάσεις των λεωφορείων πήχτρα ο κόσμος. Ρουμάνικες πινακίδες είχε βέβαια το αυτοκίνητο, πολλά τα αυτοστόπ σε κάθε στάση. Στάθηκα σε μία και το γέμισα, τέσσερα άτομα. Οι τρείς πίσω ολίγον στριμωχτά…. Σιγά που τους έννοιαζε. Σε πολύ μικρές αποστάσεις, 5-7 χιλιόμετρα κατέβαινε και κάποιος. Κι εγώ το ξαναγέμιζα στην επόμενη στάση. Άντρες, γυναίκες, παιδιά… Γέροι, μεσόκοποι, νέοι… Ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Κράτησε ώρες αυτό… Γιαυτό έκανα και 12 ώρες να φτάσω…
Σημαδιακά:
# Ελάχιστες κουβέντες αντάλλαξα, με κάποιους ελάχιστους, σε σπασμένα γαλλικά. Μόνο ρουμάνικα μιλούσε η συντριπτική πλειοψηφία κι εγώ τσατραπάτριζα τα λατινικά μου…
# Όλοι, μα ΟΛΟΙ !!!, βγαίνοντας ήθελαν να με πληρώσουν! Μου έχωναν λεφτά στο τσεπάκι του σακακιού! Επέμενα να τα επιστρέφω, αλλά αυτοί το βιολί τους… Ήταν «καθεστώς» μάλλον να πληρώνουν τους γιωταχήδες… Μπορεί και κάποιοι με ΙΧ να παρίσταναν τα …μίνι-λεωφορεία, συχνά-πυκνά.
# Όλοι κατέβαιναν ΕΞΩ από τα χωριά τους, στην άκρη τους. Ρώτησα έναν γιατί. Μιλίτσια, Μιλίτσια, μού αποκρίθηκε. {Για τους μη ομιλούντες την ρουμανικήν: Μιλίτσια=στρατιωτική αστυνομία…} Πράγματι, στο κέντρο συνήθως κάθε χωριού υπήρχε ένα αστυνομικό αυτοκίνητο. Δεν με σταμάτησαν πάντως για έλεγχο κανείς. Νομίζω πως αναγνώριζαν ότι το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο από ξένον. Είχε άλλωστε το σήμα της Hertz εμφανώς απ’ έξω.
# Καθώς άρχισε να σουρουπώνει, αραίωσαν κι οι επιβάτες μου. Ερήμωσαν οι στάσεις των λεωφορείων. Είχαν διοχετευτεί πιά στα σπίτια τους οι εργαζόμενοι.
# Έξω από έναν στρατώνα, νύχτα πιά, πήρα έναν φαντάρο. Κρατούσε ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο αγκαλιά. Ο μοναδικός μου πλέον επιβάτης για πολλά χιλιόμετρα, μέχρι λίγο έξω από το Cluj. Ελάχιστες κουβέντες ανταλλάξαμε σε …λατινορουμανική. Κατεβαίνοντας θέλησε να με ευχαριστήσει. Κι από το χαρτοκιβώτιο που κρατούσε άρχισε να βγάζει διάφορα …αξεσουάρ αυτοκινήτου και να μού τα προσφέρει… Καθρέφτες, ταχύμετρα, σταχτοδοχεία, θερμόμετρα, εργαλεία, φανάρια, τέτοια… {Είχε παρατηρήσει προφανώς ότι το αυτοκίνητό «μου» μόνο το κεντρικό καθρέφτη και έναν ακόμα έξω-αριστερά είχε… Τίποτε άλλο… Δεν είχε κάν καθρέφτη ΔΕΞΙΑ, προφανώς γιατί ήταν κομμουνιστική η χώρα…}
Γεμάτο το είχε ο φαντάρος το χαρτοκιβώτιο με τέτοια… Υποθέτω ότι είχε ξαφρίσει την αποθήκη του στρατοπέδου… Δεν κράτησα τίποτα. Τον αντευχαρίστησα θερμά με μιά χειραψία. Κι απαλλάχτηκα από την επιμονή του να μού δώσει ένα κάποιο αξεσουάρ…
Συνάντησα το «πρόσωπο» εκείνο το βράδυ. Την άλλη μέρα, Κυριακή, έκανα το, προγραμματισμένο, ραντεβού με τον διευθυντή πωλήσεων, με τραπέζωσε το μεσημέρι, τελικά όμως δεν αγοράσαμε τους σωλήνες από αυτούς, πήρα το αυτοκίνητο και …βούρ ξανά στο Βουκουρέστι.
Κανένα αυτοστόπ πλέον. Δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους απόγευμα-βράδυ Κυριακής.
Ούτε κάν η Μιλίτσια…
Αν μπορέσω θα ήθελα να την ξανακάνω αυτή τη διαδρομή.
Τώρα, με την Ρουμανία μέλος της Ε.Ε.
Η ΖΑΛΙΣΜΕΝΗ
Κάποιες φορές, ταξειδεύοντας, σταματούσα μόνος μου και έπαιρνα πεζοπόρους.
Όπως μιά φορά που “φόρτωσα” 7 {εφτά!} Μετσοβίτισες από την “Κατάρα” μέχρι την Κουτσούφλιανη (τώρα την λένε Παναγιά…). Περπατούσαν ΞΥΠΟΛΗΤΕΣ {τα παπούτσια στον ντορβά για να μην χαλάσουν…} κι εγώ είχα ένα μεγάλο Σιτροέν. Ήταν 21 Νοεμβρίου του 1977, της Παναγίας, πήγαιναν να προσκυνήσουν… Μέτσοβο-Κουτσούφλιανη με τα πόδια…
Είχε πλάκα όταν μία ζαλίστηκε από τις στροφές και της ήρθε εμετός. Οι άλλες άρχισαν να την μαλώνουν, της έλεγαν να σκάσει, να κρατήσει κλειστό το στόμα, να μην λερώσει το αυτοκίνητο… Όλα αυτά στα ρουμανοβλάχικα. Δεύτερη (ή πρώτη…) γλώσσα για τους Μετσοβίτες. Ευτυχώς με βόηθησαν τα …λατινικά μου. Κατάλαβα και σταμάτησα για να ξαλαφρώσει η γυναίκα. Αυτές ντρέπονταν να μού το ζητήσουν.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ; ΔΗΛΑΔΗ;;;
Δεν θα ξεχάσω ακόμα, κάποτε το 1971 πρέπει νά ‘τανε, που πήρα έναν άγγλο φοιτητή από Γιάννενα για Αθήνα και μού μιλούσε στο δρόμο για μιά νέα επιστήμη, την Ecology. Λέξη που εγώ δεν ήξερα τότε. Και πάλευα να βρώ αυτά που μού έλεγε τί σχέση είχαν με την …ηχώ. Γιατί αρχικά νόμισα ότι η λέξη που έλεγε γράφονταν ως …Echology.
Πέρασε καμμιά ώρα μέχρι να καταλάβω ότι με τον “οίκο” είχε να κάνει η νέα Επιστήμη.
Φυσικά …οικολογοποιήθηκα από τότε.
Η ΒΡΟΧΗ
Το πιό …ηρωϊκό μου αυτοστόπ ήταν κάποτε, που απο το “Κατάφουρκο”, στο Μακρυνόρος, ανάμεσα από Άρτα-Αμφιλοχία, πήρα, μαζεμένα 10 {δέκα} παιδιά του Δημοτικού που πήγαιναν λίγο πιό κάτω, στο “Ανοιξιάτικο” κάπου 3 χιλιόμετρα, με τα πόδια στο Σχολείο τους.
Είχε αρχίσει να βρέχει όμως… Σ’ ένα παλιό μερσεντές, που είχα τότε, κατάφερα και τα χώρεσα όλα: 8 πίσω και 2 μπροστά. Είχε την πλάκα του. Αναρωτιόμουν τί θα μού έλεγε η Τροχαία, αν την είχε στήσει πιό κάτω. Στο τέταρτο περίπου που κράτησε η διαδρομή πήραμε πάντως κι ένα, σχολικό, τραγούδι….
Φυσικά πήγαινα πολύ αργά, κάπου στα 30. Έφτασαν όμως πολύ νωρίτερα από ότι με τα πόδια. Και στεγνά.
ΤΟ «ΓΡΑΨΙΜΟ»
Και μιά που μιλήσαμε για Τροχαία, θυμήθηκα ένα άλλο, που έχει σχέση και με την νοοτροπία του λεγόμενου «μέσου» έλληνα.
{Μιά παρένθεση πρώτα: Τη ζώνη τη φοράω από το 1972, τότε που δεν ήταν υποχρεωτικές και τα αυτοκίνητα πουλιώνταν χωρίς ζώνες, τις πλήρωνες ως «option», αν τις ήθελες. Ένας άγγλος φίλος με είχε πείσει για τον «κανόνα» του: ΚΛΕΙΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ΒΑΖΕΙΣ ΤΗ ΖΩΝΗ. Γύρισα στη Ελλάδα, παράγγειλα ζώνες και την φοράω πάντοτε όταν οδηγώ, ακόμα και «μέχρι τη γωνία»… Έφτιαξα και το δικό μου «μότο» για τους επιβάτες που τυχόν δυσφορούν: Όποιος δεν φοράει ζώνη σε ΑΥΤΟ το αυτοκίνητο, κατεβαίνει…}
Πρίν από λίγα χρόνια, που ήταν πιά υποχρεωτικές οι ζώνες, ταξίδευα μιά μέρα προς το χωριό μου. Όταν είχα αφήσει την Εθνική και μπήκα στον κοινοτικό δρόμο πήρα ένα τσοπάνο, που πήγαινε καμμιά δεκαριά χιλιόμετρα παρακάτω. Του είπα να φορέσει τη ζώνη. Ξέρετε τί μού παρατήρησε ο τσοπάνος, μη ξέροντας ότι είμαι ντόπιος;;;
-Δεν γράφουν εδώ… Δεν έρχεται η Τροχαία σ’ αυτό το δρόμο…
Του τά ‘ψαλλα καλά βέβαια… Ελπίζω να τον έπεισα ότι τη ζώνη την φοράμε για μάς, όχι για την Τροχαία… Και ότι ένα σωρό άλλα πράμματα πρέπει να κάνουμε για μάς κι όχι για την Αστυνομία.
ΟΜΦΑΛΟΣΚΟΠΗΣΗ
Να διηγηθώ τώρα το πιό δυσάρεστο αυτοστόπ που μού έχει τύχει. Από τα Γιάννενα προς Καλαμπάκα πήρα μιά φορά δυό κυρίες εκδρομείς, με σακκίδια, ελληνίδες, 30-40 χρονών.
Πρώτη τους αγένεια ήταν ότι κάθησαν κι οι δυό στο πίσω κάθισμα, λές και μέ είχαν μισθώσει ως ταξί… Δεν τους είπα τίποτε, μην το παρεξηγήσουν.
Δεύτερη αγένεια: Δεν μού απεύθυναν καθόλου το λόγο, δυό ώρες ταξείδι. Αλλά δεν σταμάτησαν καθόλου να κουβεντιάζουν μεταξύ τους διάφορα προσωπικά. Λές και ταξείδευαν με …αυτόματο πιλότο.
Τρίτη και χειρότερη: Όταν κατέβηκαν σ’ ένα κάμπινγκ της Καλαμπάκας, …ξέχασαν να μού πουν έστω κι ένα απλό ευχαριστώ. Και ακούγονταν σπουδαγμένες, καλλιεργημένες. Λυπήθηκα πολύ.
Συμπέρασμα: Κακό, πολύ κακό πράμμα η ομφαλοσκόπηση…
…ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
Ακόμα ένα δυσάρεστο. Από Βέρροια πρός Κοζάνη μου σήκωσε το χέρι μια άλλη κυρία, σαραντάρα+, λεπτή, απλά ντυμένη, κρατούσε μόνο την τσάντα της. Την πήρα κι όταν τη ρώτησα πού πάει, μού είπε αόριστα: Πιό κάτω. Μετά από κάνα τέταρτο κι αφού είπαμε κάτι λίγα κοινότυπα, βλέποντας ότι δεν έκανα καμμιά …συνήθη κίνηση προς τα μπούτια της, μού ξηγήθηκε στα ίσα: Της δουλειάς είμαι, ξέρεις.
Ξαφνιάστηκα, δεν μού είχε ξανατύχει τέτοιο αυτοστοπ, ούτε είχα ακούσει ότι γίνεται και στην Ελλάδα στις Εθνικές.
Έκανα το χαζό: Κι εγώ της δουλειάς άνθρωπος είμαι, της είπα, εσύ τί δουλειά κάνεις;
Δεν δίστασε: Απ’ το στόμα…. έχω προφυλακτικά {τα έβγαλε από την τσάντα, θυμάμαι, και μού τά ‘δειξε…} δυό χιλιάδες (δραχμές τότε), σταμάτα σ’ ένα πάρκινγκ.
Δεν τσίμπησα. Ήθελα όμως ν’ ακούσω την ιστορία της.
Άκου, της λέω, δεν έχω τέτοια διάθεση. Θα μού κάνεις παρέα ώς την Κοζάνη και θα σού δώσω πέντε χιλιάδες, νά ‘χεις αρκετά να γυρίσεις με το λεωφορείο. Δέχτηκε.
Η ιστορία της; Περίπου «κλασσική»… Την ξεπαρθένεψε ένας φαντάρος, αρραβωνιαστικός της, την πήρε στη Θεσσαλονίκη, ανεπάγγελτος, δεν έβρισκε δουλειά, την έβγαλε στο «κλαρί» προσωρινά… για να ζήσουν, μετά την εγκατάλειψε για άλλη, έπεσε σε άλλον «της δουλειάς», την έδερνε… Έφυγε και τώρα δούλευε στην Εθνική, μόνη της. Με φορτηγατζήδες κυρίως.
Φαίνεται πως εκείνη τη μέρα δεν περνούσαν πολλά φορτηγά… και ξέπεσε σε μένα…
ΖΟΥΜΕΡΟ ΑΥΤΟΣΤΟΠ
Αυτή η ιστορία ξεκινάει με αυτοστόπ αλλά δεν την παραθέτω γι’ αυτό. Ως σχετική πάλι με την νοοτροπία του λεγόμενου «μέσου» έλληνα την διηγούμαι.
Για τους νεώτερους θα θυμίσω ότι η πρώτη απεργία {λοκ-άουτ μάλλον} που έγινε, όταν πήρε την εξουσία το ΠΑΣΟΚ, ήταν των λεωφορειούχων. Φεβρουάριος ήταν νομίζω, του 1982. Τρείς μήνες κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.
Την μέρα εκείνη ταξείδευα Αθήνα–Γιάννενα. Στο Αντίρριο ένας μικρός χαμός. Εκατοντάδες άτομα έκαναν αυτοστόπ… Πήρα τέσσερις άντρες. Έναν για Μεσολόγγι, δυό για Αγρίνιο, έναν για Άρτα. Άνοιξα αμέσως τη συζήτηση.
- Πώς τα πήγαμε παιδιά; Βγήκε ότι ψηφίσατε; Και βλέπετε να τα πάει καλά;
Στο πίσω κάθισμα άρχισε ζωηρή κουβέντα: Ήταν δυό ΝΔ κι ένας ΠΑΣΟΚ. Καφφενειοκουβέντα… Δεν θυμάμαι τί έλεγαν αλλά φρόντιζα να διατηρώ τη ζωηράδα με μπηχτές, πότε για το ένα κόμμα, πότε για το άλλο. Είχε πλάκα.
Ο συνοδηγός μου, αρτινός, σιωπηλός. Δεν μετείχε. Μόνο χαμογελούσε πικρόχολα πότε-πότε. Απ’ το Αγρίνιο και μετά μείναμε μόνοι. Τον ρώτησα για την σιωπή του.
-Είμαι συνδικαλιστής, μού είπε, δεν συζητάω «καφενειακά»… Πρόεδρος των Δασκάλων Αχα’ί’ας, μέλος της Νομαρχιακής του ΠΑΣΟΚ. Κατάγομαι απ’ το Κομμένο Άρτας και πάω να τσακωθώ με τον ξάδερφό μου. ΠΑΣΟΚ κι αυτός, αγροτοσυνδικαλιστής, ετοιμάζει κινητοποιήσεις κατά των μέτρων Μωρα’ί’τη (υπουργού Γεωργίας τότε).
- Πώς έτσι;;;
- Ο Μωρα’ί’της ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΕ την τιμή της αποζημίωσης για παγωμένα πορτοκάλια αλλά επέβαλε να ΖΥΓΙΖΟΝΤΑΙ οι ποσότητες!
- Σωστό δεν είναι αυτό; Γιατί αντιδρούν; Και μάλιστα ΠΑΣΟΚοι…
- Μέχρι πέρσυ η αποζημίωση υπολογίζονταν «κατ’ εκτίμηση». Έβγαινε ένας γεωπόνος στους μπαξέδες και εκτιμούσε με το μάτι ότι σ’ αυτό το κτήμα τα παγωμένα πορτοκάλια (πάνω στα δέντρα ακόμα) είναι τόσο τοις εκατό… Άρα τα κιλά για αποζημίωση τόσα. Τού ‘βαζαν και κάτι στο τσεπάκι {θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτή του την φράση…} και το ποσοστό ανέβαινε… Ανέβαινε τόσο που τώρα, με ΔΙΠΛΑΣΙΑ τιμή αποζημίωσης αλλά ΖΥΓΙΣΜΑ, παγωμένων πορτοκαλιών μαζεμένων (που πάνε για χυμό, κομπόστες, γλυκά), δεν τους συμφέρει… Καταλαβαίνεις, κύριέ μου, το πρόβλημά μου; Πως μπορεί μετά ο ξάδερφος να μιλάει για ΑΛΛΑΓΗ… Γιαυτό πάω να τσακωθώ.
Δεν έμαθα ποτέ ποιός επικράτησε στον τσακωμό… Κινητοποιήσεις όμως έγιναν στα χωριά της Άρτας. Και νομίζω πως τα μέτρα Μωρα’ί’τη δεν εφαρμόστηκαν πλήρως ποτέ(*).
Όπως και πολλά άλλα που ήταν το «πρόγραμμα» του ΠΑΣΟΚ…
——–
(*) Μία σχεδόν πανομοιότυπη κατάσταση, το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, έζησα στην Έδεσσα με τα ροδάκινα για «απόσυρση». Άσχετη με αυτοστόπ αλλ’ εξίσου …γαργαλιστική και διδακτική.
ΤΑ ΔΗΜΑΡΧΕΙΑ
Την γαλλίδα Κλωντίν, τον «δικό της» και ένα ζευγάρι ακόμα τους πήρα κάποτε έξω από την Ηγουμενίτσα για Γιάννενα.
Μού έκανε εντύπωση το πόσες φορές, την ώρα που ταξειδεύαμε, με ευχαρίστησαν που τους πήρα. Τους ρώτησα το γιατί. Δεν τους είχα πάρει δά στην πλάτη… Μού εξήγησαν ότι, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σέ άλλες χώρες, δεν παίρνει κανείς πάνω από δύο, συνήθως έναν/μία μόνον, έστω κι αν έχουν χώρο. Οπότε το θεώρησαν μεγάλη χάρη που τους πήρα όλους.
Φυσιολογικά μού δημιουργήθηκε η απορία {αφού «κινητά» δεν υπήρχαν τότε}:
- Αφού, αναγκαστικά, ταξειδεύετε συνήθως χώρια και χωρίς να μπορείτε να προβλέψετε τι θα τύχει στον επόμενο της παρέας, πως τα καταφέρνετε να είστε μαζί;
- Συναντιόμαστε πάντοτε στο δημαρχείο της επόμενης πόλης. Όλες οι πόλεις έχουν δημαρχείο, παντού στον κόσμο…. Αν δεν βρεί κάποιος μας κάποιον να τον πάρει, σπάνια, τότε παίρνει το λεωφορείο. Έτσι δεν χάνουμε μέρες…
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΩΣ ΔΟΛΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΥΛΙ
Από Λάρισα για Αθήνα κάποτε, μιά ολλανδέζα έκανε σήμα.. Σταμάτησα. Πιό πίσω, κάτω από το στέγαστρο στάσης λεωφορείου, σχεδόν κρυμμένος, ο σύντροφός της με το μωρό τους, εντελώς μωρό, στην αγκαλιά του.
Έβαλε το σάκκο της μέσα, μετά πήρε το μωρό της και μπήκε κι αυτή. Ο άλλος έμεινε εκεί.
- Μαζί δεν είστε; Δεν θα έρθει;
- Έχουμε κι ένα σκυλί…. Θα πάρει κανένα φορτηγό ο άντρας μου, δεν μάς παίρνει άλλος… Ούτε το τραίνο, ούτε τα λεωφορεία λόγω του σκυλιού… Μόνο στην Ελλάδα βρήκαμε τέτοιες απαγορεύσεις.
Τότε πρόσεξα ένα μεγαλο Dane δεμένο στην κολώνα του στέγαστρου… Είχα ένα Fiat στέϊσον. Άδειασα το πορτ-μπαγκάζ και ταχτοποίησα τα πράμματά μου στο πίσω κάθισμα, έμεινε χώρος γι αυτήν και το μωρό. Ο …σκύλαρος πίσω κι ο άντρας συνοδηγός. Όλα καλά. Ηταν πολύ ταλαιπωρημένοι. Από Έβρο-Τουρκία ερχότανε. Μόνο που δεν μού φίλησαν τα χέρια… Μην σού πω ότι και το …«άλλο» να ζητούσα απ’ την κοπελλιά, μπορεί να το …παραχωρούσε. 350 χιλιόμετρα άνετο ταξείδι, για όλους τους μαζί, ήταν μεγάλο τίμημα…
Χαρά στο κουράγιο τους πάντως.
ΑΥΤΟΣΤΟΠ ΣΕ ΔΟΣΕΙΣ…
Ζευγάρι βρεττανών. Από το Ισραήλ ερχότανε. Είχαν ζήσει ένα μήνα σε κιμπούτζ για να δούν πως θα οργανώσουν το δικό τους κοινόβιο, στο Leintwardine, ένα χωριουδάκι της Ουαλλίας.
Τους βρήκα στον Πλαταμώνα, πηγαίνοντας προς Θεσσαλονίκη. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκαν εκεί. Προορισμός τους ήταν η Ηγουμενίτσα. Είχαν ελάχιστα χρήματα. Θα έκαναν κάνα μεροκάματο (φρουτοσυλλογή) στην Ιταλία ή/και τη Νότια Γαλλία για να καταφέρουν να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα.
Τους είπα ότι μπορώ να τους πάω μέσω …Θεσσαλονίκης και Γιαννίνων. Δεν είχαν αντίρρηση, δεν είχαν πρόβλημα χρόνου.
Στο δρόμο για Θεσσαλονίκη, όπου είχα δουλειά (αλλά και γραφείο-σπίτι, όπου τους φιλοξένησα) άκουσα στο ραδιόφωνο ότι η «Ελληνική Εταιρεία» [λέγε με Καρράς] θα έκανε την μεθεπόμενη μέρα εγκαίνια παρατηρητηρίων πουλιών στις Πρέσπες και μιά οικολογική γιορτούλα. Τους τό ‘πα. Δεν είχα πιεστικό πρόγραμμα δουλειάς, ήθελα να πάω. Ο Mac …λύθηκε, έλυωσε. Μού είπε ότι είναι bird-watcher και θά ‘θελε πολύ κι αυτός να πάει. Το ίδιο κι η κοπελλιά του.
Πήγαμε Θεσσαλονίκη, έκανα τη δουλειά μου την άλλη μέρα, αυτοί βόλταραν στην πόλη, και την επόμενη …εμπρός για τις Πρέσπες.
Περάσαμε χάρμα! Κοιμηθήκαμε έξω. Αυτοί στα sleeping bag, εγώ στο χορτάρι με μιά κουβέρτα. Πανσέληνος!
Μετά ξεκινήσαμε για Γιάννενα. Από μιά περίεργη διαδρομή, όπως το συνηθίζω, μέσω …Νεστόριου. Θαμπώθηκαν από τα τοπία. Εγώ είχα ξαναπεράσει αλλά πάντα μ’ αρέσει αυτή η διαδρομή.. Εσείς, αν δεν την έχετε κάνει, βάλτε τη στο πρόγραμμα… Φλώρινα-Πρέσπες-Νεστόριο-Κόνιτσα-Γιάννενα.
Στα Γιάννενα μείναμε δυό μέρες. Τους φιλοξένησα σπίτι μου. Το «κεντρικό» μου σπίτι. Έκανα κάποιες δουλειές και μετά τους πήγα στο φερρυμπότ στην Ηγουμενίτσα. Τους δάνεισα και λίγα χρήματα για να μην χρειαστεί να δουλέψουν στο δρόμο. Είχαμε γίνει φίλοι πιά, μετά από τόσο ταξείδι.
Με αποζημίωσαν μετά από ένα περίπου χρόνο, με μια βδομάδα διαμονή στο κοινόβιό τους. Δυό ζευγάρια, μιά τετραμελής και μιά πενταμελής οικογένεια, ένας εργένης. Είχε πουλήσει καθένας όλα του τα υπάρχοντα και το είχαν στήσει. Ένα κτήμα θαύμα, ώς και το ψωμί έκαναν μόνοι τους από δικό τους σιτάρι… Είχαν κόττες, πρόβατα, γελάδες, γουρούνια, κουνέλια, μελίσσια κι έναν φοβερό λαχανόκηπο. Μόνο λίγη ζάχαρη, καφέ, τσάϊ, μπύρα αγόραζαν. Δύσκολα θα ξεχάσω αυτήν την εβδομάδα.
Αργότερα, κάπως χάθηκε η επαφή μας. Ελπίζω να τα πήγαν καλά, καλλίτερα από τα κιμπούτζ… και νά ‘ναι όλοι καλά και τώρα, 30 χρόνια μετά.
ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΣΑΟΥΣΕΣΚΟΥ…
Το 1980 πρέπει νά ‘τανε. Να μην ψάχνω ημερολόγια-ενθύμια τώρα… Έπρεπε να προμηθευτούμε μια μεγάλη ποσότητα χαλυβδοσωλήνων για το αρδευτικό έργο που κατασκευάζαμε στον κάμπο της Έδεσσας. Βρήκα ένα εργοστάσιο στο ρουμάνικο Cluj και μιά ευκαιρία να συναντήσω μιά ψυχή που σπούδαζε εκεί. Στα βουνά του Κόμη Δράκουλα… Του αρχι-βαμπίρ, ξέρετε εσείς…
Έφτασα, αεροπορικά, το μεσημέρι στο Βουκουρέστι, νοίκασα αυτοκίνητο, ένα …πανάθλιο Dacia, πολύ καλλίτερο πάντως από όσα έβλεπα να κυκλοφορούν τριγύρω, και ξεκίνησα για το Cluj, μιά διαδρομή 7-8 ωρών. Την έκανα σε 12 ώρες τελικά…
Πρώτη μου φορά στη Ρουμανία, διάβασα με προσοχή το αγγλικό φυλλάδιο της Hertz, που ήταν στο αυτοκίνητο:
Πρώτο-πρώτο, μαύρα γράμματα: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να πάρετε ρουμάνους επιβάτες!
Είχα όμως τις πληροφορίες μου, το αγνόησα.
Ήταν Σάββατο, μέρα που τέλειωνε η βδομαδιάτικη δουλειά. Είχε πάει τέσσερις. Ώρα που τέλειωνε η καθημερινή δουλειά. Στις στάσεις των λεωφορείων πήχτρα ο κόσμος. Ρουμάνικες πινακίδες είχε βέβαια το αυτοκίνητο, πολλά τα αυτοστόπ σε κάθε στάση. Στάθηκα σε μία και το γέμισα, τέσσερα άτομα. Οι τρείς πίσω ολίγον στριμωχτά…. Σιγά που τους έννοιαζε. Σε πολύ μικρές αποστάσεις, 5-7 χιλιόμετρα κατέβαινε και κάποιος. Κι εγώ το ξαναγέμιζα στην επόμενη στάση. Άντρες, γυναίκες, παιδιά… Γέροι, μεσόκοποι, νέοι… Ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Κράτησε ώρες αυτό… Γιαυτό έκανα και 12 ώρες να φτάσω…
Σημαδιακά:
# Ελάχιστες κουβέντες αντάλλαξα, με κάποιους ελάχιστους, σε σπασμένα γαλλικά. Μόνο ρουμάνικα μιλούσε η συντριπτική πλειοψηφία κι εγώ τσατραπάτριζα τα λατινικά μου…
# Όλοι, μα ΟΛΟΙ !!!, βγαίνοντας ήθελαν να με πληρώσουν! Μου έχωναν λεφτά στο τσεπάκι του σακακιού! Επέμενα να τα επιστρέφω, αλλά αυτοί το βιολί τους… Ήταν «καθεστώς» μάλλον να πληρώνουν τους γιωταχήδες… Μπορεί και κάποιοι με ΙΧ να παρίσταναν τα …μίνι-λεωφορεία, συχνά-πυκνά.
# Όλοι κατέβαιναν ΕΞΩ από τα χωριά τους, στην άκρη τους. Ρώτησα έναν γιατί. Μιλίτσια, Μιλίτσια, μού αποκρίθηκε. {Για τους μη ομιλούντες την ρουμανικήν: Μιλίτσια=στρατιωτική αστυνομία…} Πράγματι, στο κέντρο συνήθως κάθε χωριού υπήρχε ένα αστυνομικό αυτοκίνητο. Δεν με σταμάτησαν πάντως για έλεγχο κανείς. Νομίζω πως αναγνώριζαν ότι το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο από ξένον. Είχε άλλωστε το σήμα της Hertz εμφανώς απ’ έξω.
# Καθώς άρχισε να σουρουπώνει, αραίωσαν κι οι επιβάτες μου. Ερήμωσαν οι στάσεις των λεωφορείων. Είχαν διοχετευτεί πιά στα σπίτια τους οι εργαζόμενοι.
# Έξω από έναν στρατώνα, νύχτα πιά, πήρα έναν φαντάρο. Κρατούσε ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο αγκαλιά. Ο μοναδικός μου πλέον επιβάτης για πολλά χιλιόμετρα, μέχρι λίγο έξω από το Cluj. Ελάχιστες κουβέντες ανταλλάξαμε σε …λατινορουμανική. Κατεβαίνοντας θέλησε να με ευχαριστήσει. Κι από το χαρτοκιβώτιο που κρατούσε άρχισε να βγάζει διάφορα …αξεσουάρ αυτοκινήτου και να μού τα προσφέρει… Καθρέφτες, ταχύμετρα, σταχτοδοχεία, θερμόμετρα, εργαλεία, φανάρια, τέτοια… {Είχε παρατηρήσει προφανώς ότι το αυτοκίνητό «μου» μόνο το κεντρικό καθρέφτη και έναν ακόμα έξω-αριστερά είχε… Τίποτε άλλο… Δεν είχε κάν καθρέφτη ΔΕΞΙΑ, προφανώς γιατί ήταν κομμουνιστική η χώρα…}
Γεμάτο το είχε ο φαντάρος το χαρτοκιβώτιο με τέτοια… Υποθέτω ότι είχε ξαφρίσει την αποθήκη του στρατοπέδου… Δεν κράτησα τίποτα. Τον αντευχαρίστησα θερμά με μιά χειραψία. Κι απαλλάχτηκα από την επιμονή του να μού δώσει ένα κάποιο αξεσουάρ…
Συνάντησα το «πρόσωπο» εκείνο το βράδυ. Την άλλη μέρα, Κυριακή, έκανα το, προγραμματισμένο, ραντεβού με τον διευθυντή πωλήσεων, με τραπέζωσε το μεσημέρι, τελικά όμως δεν αγοράσαμε τους σωλήνες από αυτούς, πήρα το αυτοκίνητο και …βούρ ξανά στο Βουκουρέστι.
Κανένα αυτοστόπ πλέον. Δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους απόγευμα-βράδυ Κυριακής.
Ούτε κάν η Μιλίτσια…
Αν μπορέσω θα ήθελα να την ξανακάνω αυτή τη διαδρομή.
Τώρα, με την Ρουμανία μέλος της Ε.Ε.
Αναρτήθηκε από
Autonome Bird
0 σχόλια:
Post a Comment